φθειρόβρωτος

φθειρόβρωτος
φθειρό-βρωτος, ον,
A lice-eaten, Hsch.Mil.69.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθειρόβρωτος — lice eaten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθειρόβρωτος — ον, Μ αυτός που τόν έφαγαν οι ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σκωληκόβρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”